ἁλίτυπος

ἁλίτυπος
ἁλί-τῠπος, ον,
A sea beaten, ἁ. βάρη griefs for sea-tossed corpses, A.Pers.946 (lyr.): as Subst., seaman, fisherman, E.Or.373.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλίτυπος — ἁλίτυπος, ον (Α) 1. θαλασσοχτυπημένος, θαλασσοδαρμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἁλίτυπος θαλασσινός, ψαράς 3. φρ. «ἁλίτυπα βάρη», θλίψη για τα πτώματα που θαλασσοδέρνονται, που τά πάει εδώ κι εκείτο κύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τυπος <… …   Dictionary of Greek

  • ἁλιτύπων — ἁλίτυπος sea beaten masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλίτυπα — ἁλίτυπος sea beaten neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

  • αρτίτυπος — ἀρτίτυπος, ον (Μ) αυτός που σχηματίστηκε πριν λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τυπος < τύπτω (πρβλ. αλίτυπος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”